-
1 выглядывать
выглядывать, выглянуть 1) παρατηρώ, κοιτάζω ( έξω) 2) (показаться) βγαίνω, προβάλλω \выглядыватьиз окна προβάλλω απ' το παράθυρο солнце выглянуло из-за туч о ήλιος βγήκε από τα σύννεφα* * *= выглянуть1) παρατηρώ, κοιτάζω (έξω)2) ( показаться) βγαίνω, προβάλλωвыгля́дывать из окна́ — προβάλλω απ’το παράθυρο
со́лнце вы́глянуло из-за туч — ο ήλιος βγήκε από τα σύννεφα
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek